-
1 ατιμά
ἀτῑμᾶ, ἀτιμάωdishonour: pres subj act 1st sg (doric aeolic)ἀτῑμᾶ, ἀτιμάωdishonour: pres ind act 1st sg (doric aeolic)ἀτῑμᾶ, ἀτιμάζωhold in no honour: fut ind act 1st sg (doric aeolic)——————ἀτῑμᾷ, ἀτιμάωdishonour: pres subj mp 2nd sgἀτῑμᾷ, ἀτιμάωdishonour: pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic)ἀτῑμᾷ, ἀτιμάωdishonour: pres subj act 3rd sgἀτῑμᾷ, ἀτιμάωdishonour: pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic)ἀτῑμᾷ, ἀτιμάζωhold in no honour: fut ind mid 2nd sg (epic doric aeolic)ἀτῑμᾷ, ἀτιμάζωhold in no honour: fut ind act 3rd sg (epic doric aeolic) -
2 άτιμα
-
3 ἄτιμα
-
4 ατίμα
ἀ̱τί̱μᾱ, ἀτιμάωdishonour: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀτί̱μᾱ, ἀτιμάωdishonour: pres imperat act 2nd sgἀτί̱μᾱ, ἀτιμάωdishonour: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
5 ἀτίμα
ἀ̱τί̱μᾱ, ἀτιμάωdishonour: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)ἀτί̱μᾱ, ἀτιμάωdishonour: pres imperat act 2nd sgἀτί̱μᾱ, ἀτιμάωdishonour: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
6 ἀτιμᾶ
Βλ. λ. ατιμά -
7 ἀτιμᾷ
Βλ. λ. ατιμά -
8 ἀτιμάω
ἀτῑμ-άω, [dialect] Ep. [tense] impf. ἀτίμων: [tense] fut. ἀτιμήσω: [tense] aor. ἠτίμησα: [tense] pf.Aἠτίμηκα Gal.1.10
:—[voice] Pass., [tense] aor.- ήθην Id.5.44
:—used by Hom. for ἀτιμάζω, dishonour, disdain,σὲ δ' ἀτιμᾷ Od.16.307
;ὃν τότ' ἀτίμα 21.99
;τὸν πάντες ἀτίμων 23.28
;τὸν Χρύσην ἠτίμασεν Il.1.11
, cf. 94, al.;νῦν δέ σ' ἀτιμήσουσι 8.163
, cf. Hes.Op. 185; used once by Pi. in [dialect] Dor. [tense] aor. ἠτίμᾱσα, P.9.80; once by S. in imper. ἀτίμα, Aj. 1129; ἀτιμῶσι v.l. for -οῦσι in X.Ath.1.14; also in later [dialect] Ep., Call. Dian. 260, Mosch.4.6, Nonn.D.17.313, al.; and in later Prose, Gal. l.c. -
9 ἄτιμος
ἄτῑμ-ος, ον, (Aτιμή 1
) unhonoured, dishonoured, Il.1.171; μετὰ πᾶσιν ἀτιμοτάτη θεός εἰμι ib. 516;ἀτιμότερον δέ με θήσεις 16.90
; ἀτιμότεροι, opp. λαχόντες τιμῆς, Thgn.1111;ἄ. μόρος
dishonourable,A.
Th. 589; ἄτιμα δ' οὐκ ἐπραξάτην, i.e. they have met their deserts, Id.Ag. 1443; ἄτιμος Ἀργείοισι by them, S.Aj. 440; ἔκ γ' ἐμοῦ by me, Id.OC51.b c.gen., ἄ. δωμάτων without the honour of.., not deemed worthy of.., A.Ch. 409 (lyr.); πάντων ib. 295; ; χάρις οὐκ ἄ. πόνων no unworthy return for.., Id.Ag. 354; .2 deprived of civic rights (cf. ἀτιμία), ἄτιμα τὰ τέκνα γίνεται Hdt.1.173
, cf. IG1.37, 9(1).334 ([dialect] Locr.), etc.; opp. ἐπίτιμος, Ar.Av. 766, Ra. 692, And.1.80; ἄ. τὰ σώματα ib.74: c.gen.; ib.75; ἄ. γερῶν deprived of privileges, Th.3.58; ἄ. τοῦ τεθνηκότος debarred from all rights in him, S.El. 1214; ἄ. τοῦ συμβουλεύειν deprived of the right of advising, D.15.33;ἄ. τῆς πόλεως καθιστάναι τινά Lys.12.21
;ἄ. εἶναι καθάπαξ D.21.32
, Arist.Ath.22.8.3 of things, not honourable, Hdt.5.6 ([comp] Sup.); ἄτιμον ποιεῖσθαί τι hold in dishonour, S.Ant. 78;ἄτιμα ποιεῖν ἔς τινα Hdt.2.141
;ἄ. τοὔργον Ar.Av. 166
; less honourable,X.
Cyr.8.4.5; of parts of the body,τὸ τιμιώτερον καὶ τὸ ἀτιμότερον Arist.PA 672b21
;ἀ. σκεῦος D.S.17.66
.II (τιμή 11
) without price or value, τοῦ νῦν οἶκον ἄτιμον ἔδεις thou devourest his substance without payment, Od.16.431; of little price, cheap, opp. τίμιος, X.Vect.4.10. -
10 νιν
a = αὐτόν. νιν καθαροῦ λέβητος ἔξελε Κλωθώ Pelops O. 1.26 ἄφθιτον θέν νιν (coni. Bergk, Mommsen: θέσαν αὐτόν codd.) O. 1.64 λάχναι νιν μέλαν γένειον ἔρεφον Pelops O. 1.68 ἐς γαῖαν πορεύεν θυμὸς ὥρμα Ἰστρίαν νιν Herakles O. 3.26 τῶν νιν γλυκὺς ἵμερος ἔσχεν Herakles *O. 3.33 ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω νιν Diagoras *O. 7.83 ἀλλά νιν ὕβρις ὦρσεν Ixion P. 2.28 “ οὐδ' ἀπίθησέ νιν” (ἱν coni. Hermann, cf. N. 1.66: “Parmi les solutions... il en est une...: c' est d' admettre que νιν a pu avoir la valeur d' un datif.” Des Places, 23, cf. Soph. fr. 471, Hesiod, fr. 11) P. 4.36 πῦρ δέ νιν οὐκ ἐόλει Jason P. 4.233 ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει. εὖυ νιν ἔγνωκεν (sc. Δαμόφιλος) P. 4.287 σύ τοί νιν μετανίσεαι (= πλοῦτον) P. 5.6 εὔχομαί νιν Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας Zeus P. 5.124 σύ τοι σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς ( νῦν v. l., νυν Bergk: “ νιν τὴν νίκην recte Dissen” Schr., probante Wil.) P. 6.19 “ θήσονταί τέ νιν ἀθάνατον” Aristaios P. 9.63 ἅ νιν εὔφρων δέξεται Telesikrates P. 9.73 Ἰόλαον οὐκ ἀτιμά- σαντά νιν (= καιρόν) P. 9.80 ὑδάτων τά νιν θρέψαντο καὶ Ἰφικλέα Herakles P. 9.88 ἐκ δὲ τελευτάσει νιν ἤτοι σάμερον δαίμων (= ὄλβον) P. 12.29 καί τινα φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (loc. susp.: μόρῳ coni. Boeckh: μόρον codd.: φᾶ ἑ δᾳώσειν Wil.) N. 1.66 νιν εὐθυπομπὸς αἰὼν ταῖς μεγάλαις δέδωκε κοσμὸν Ἀθάναις Timodemos N. 2.7 Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον Timasarchos N. 4.21ὕμνησαν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26
πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν Themistios N. 5.52 βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε Kreontidas N. 6.42 ἵνα κρεῶν νιν ὕπερ μάχας ἔλασεν ἀντιτυχόντ' ἀνὴρ μαχαίρᾳ Neoptolemos N. 7.42 πολλά νιν πολλοὶ λιτάνευον ἰδεῖν Aiakos N. 8.8 ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν Polydeukes N. 10.68 περᾶσσαί νιν (coni. Dissen: περάσαι σὺν codd.: Aristagoras) N. 11.10 ἅ νιν ἐν κρυοέσσᾳ δέξατο συντυχίᾳ Asopodoros I. 1.36 ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ Nikomachos I. 2.25 σὺν Ὀρσέᾳ δέ νιν κωμάξομαι Melissos I. 4.73 “ καί νιν κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” I. 6.53 φαίης κέ νιν Lampon I. 6.72 ἐπεί νιν Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας δέκτο Kleandros I. 8.67 ]Ἴλιον πᾶσάν νιν ἐπὶ π[έδον] κατερεῖψαι Πα. 8A. 22. καὶ γὰρ ὁ πόντιος Ὀρς[ιτ]ρίαινά νιν περίαλλα βροτῶν τίεν Teneros Πα... ]α φυγόντα νιν καὶ μέλαν ἕρκος ἅλμας[ Δ. 1. 1. ]σσέ νιν ὑπάτοισιν βουλεύμασι Perseus Δ.. 3. ταρβεῖ προσιόντα νιν fr. 110. combined with αὐτόν, emphatic, κατὰ γαἶ αὐτόν τέ νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν Amphiareus O. 6.14 δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος αὐτόν τέ νιν. Midas P. 12.6b = αὐτήν. Οὐρανὸς δ' ἔφριξέ νιν Athena O. 7.38 κάρυξ ἀνέειπέ νιν Aitna P. 1.32 ἔσσεσθαι στεφάνοισί νιν ἵπποις τε κλυτὰν (Aitna: supp. Heyne, om. codd.) P. 1.37 ἐδαμάσσατό νιν Koronis P. 3.35 “ἦ μάν νιν ὤτρυνον φυλάξαι” (= βώλακα) *P. 4.40 “ εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε” *P. 4.43 “ πεύθομαι γάρ νιν Πελίαν ἀποσυλᾶσαι” (= τιμάν) P. 4.109 τόθι νιν θῆκε δέσποιναν χθονὸς ( νυν v. l.: Cyrene) P. 9.6 κίχε νιν λέοντί ποτ' παλαίοισαν Cyrene P. 9.26 “ τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν;” Cyrene P. 9.33 “ ἔνθα νιν ἀρχέπολιν θήσεις” Cyrene P. 9.54 ἐν Πυθῶνί νιν εὐθαλεῖ συνέμειξε τύχᾳ Cyrene P. 9.71 πότερόν νιν ἄρ' Ἰφιγένεἰ ἔκνισεν; Klytaimnestra P. 11.22 χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις (= ἀρετάν) *I. 1.43 σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ στρατὸς ἐκτίσσατο Aigina I. 9.1 ἐπέβα νιν Delos fr. 33d. 5. ] νιν Βαβυλῶνος ἀμείψομαι Keos Pae. 4.15c = αὐτό. τὺ δὲ σάφα νιν ἔχεις ( τὸ πλουτεῖν) P. 2.57δέρμα λαμπρὸν ἔννεπεν ἔνθα νιν ἐκτάνυσαν P. 4.242
ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν (= μέλος) P. 12.22d = αὐτούς. ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός· αἱ δὲ σοφαὶ Μοισᾶν θύγατρες ἀοιδαὶ θέλξαν νιν ἁπτόμεναι (τὸ νίν Ἀρίσταρχος ἐπὶ τῆς εὐφροσύνης ἀκούει, ἄμεινον δέ, φησὶν ὁ Δίδυμος, ἐπὶ τῶν πόνων ἀκούειν τὴν νίν Σ.) N. 4.3 ὅστις δὴ τρόπος ἐξεκύλισέ νιν (Apoll. Dysk., de pron., p. 84, 7 Schn., ἔτι καὶ ἡ νίν τάσσεται ἐπὶ πλήθους) fr. 7. [e = αὐτῷ, v. P. 4.36, N. 1.66]f fragg. ]ύοντές νιν εκ[ Πα. 13. b. 20. ]καί νιν ορει[ Πα. 22a. 2. ] τε νιν ποθ[ (Π̆{S}: μιν Π.) *Θρ. 5a. 7. ]αιων οὐδέ μ[ιν (supp. Lobel) *fr. 51f. c. 5.
См. также в других словарях:
ἀτιμᾶ — ἀτῑμᾶ , ἀτιμάω dishonour pres subj act 1st sg (doric aeolic) ἀτῑμᾶ , ἀτιμάω dishonour pres ind act 1st sg (doric aeolic) ἀτῑμᾶ , ἀτιμάζω hold in no honour fut ind act 1st sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτιμᾷ — ἀτῑμᾷ , ἀτιμάω dishonour pres subj mp 2nd sg ἀτῑμᾷ , ἀτιμάω dishonour pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) ἀτῑμᾷ , ἀτιμάω dishonour pres subj act 3rd sg ἀτῑμᾷ , ἀτιμάω dishonour pres ind act 3rd sg (epic doric aeolic) ἀτῑμᾷ , ἀτιμάζω hold… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀτίμα — ἀ̱τί̱μᾱ , ἀτιμάω dishonour imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀτί̱μᾱ , ἀτιμάω dishonour pres imperat act 2nd sg ἀτί̱μᾱ , ἀτιμάω dishonour imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄτιμα — ἄτῑμα , ἄτιμος unhonoured neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
наисквьрньнъ — (1*) пр. Самый скверный: ˫ако же елиньска˫а лесть наискверньна. наше же таиньство высоко и бестр(с)тно. (ἄτιμα) ГБ XIV, 14а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κακοήθης — όηθες (Α κακοήθης, όηθες) 1. αυτός που έχει κακό χαρακτήρα, κακεντρεχής, μοχθηρός (α. «κακοήθης γείτονας» β. «ἀπὸ τοὐρανοῡ φαίνεσθε κακοήθεις πάνυ», Αριστοφ.) 2. ιατρ. (για νόσους ή όγκους) δυσίατος ή ανίατος, με θανατηφόρα έκβαση («κακοήθης… … Dictionary of Greek
παράσημος — ον, Α 1. αυτός που δηλώνεται με ψεύτικο σημάδι, αυτός που δεν είναι γνήσιος, ο νόθος, ο ψεύτικος 2. αυτός που σημειώνεται στο περιθώριο 3. αυτός που δείχνει, που φανερώνει κάτι, ενδεικτικός 4. επίσημος, γνωστός, περίφημος για κάτι 5. αξιόλογος,… … Dictionary of Greek